- πεζοποροῦντα
- πεζοπορέωgo on footpres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)πεζοπορέωgo on footpres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεζικός — ή, ό, ΝΜΑ [πεζός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες (α. «ὅπλα πεζικά» β. «πεζική δύναμη») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεζικό(ν) μάχιμο σώμα τού στρατού ξηράς, το πολυαριθμότερο και ένα από τα πιο βασικά όπλα του αρχ. 1. οι… … Dictionary of Greek